- λευκοθριξ
- λευκόθριξλευκό-θριξ-τρῐχος adj. белорунный, белый
(πλόκαμοι Eur.; κριός Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πλόκαμοι Eur.; κριός Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λευκόθριξ — ο, η (AM λευκόθριξ, τριχος) βλ. λευκότριχος … Dictionary of Greek
λευκοτρίχων — λευκόθριξ masc/fem gen pl λευκότριχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκότριχα — λευκόθριξ masc/fem acc sg λευκότριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκότριχας — λευκόθριξ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκότριχες — λευκόθριξ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκότριχος — η, ο και λευκόθριξ, τριχος, ο, η (AM λευκότριχος, ον και λευκόθριξ) αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
μιξόθριξ — μιξόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τρίχες λευκές και μαύρες αναμεμιγμένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)] … Dictionary of Greek